|
ο электроном #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово электроном? — ηλεκτρονόμος как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτρονόμος? — электроном — αγωνοθεσία — μετειδίκευση — υπερτροφία — υφαρπάζω — ροπή — εβραιοσύνη — αφ' ής — αρωματικό — πεύκο — σκωπτικότητα — βαμβακόσπορος — μποέμ — πυκνοκατωκημένος — παρωδιακός — αρκουδόβατος — μάμμος — θεατρίζω — ζωοκλόπος — αυθυπόστασις — σεμνοπρέπεια — μαρμαίρω |
|||