|
1) безоружный; 2) неоснащённый (о суднах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безоружный? — αξαρμάτωτος как на (ново)греческом будет слово неоснащённый? — αξαρμάτωτος как с (ново)греческого переводится слово αξαρμάτωτος? — безоружный, неоснащённый — προσωπικός — διθυραμβώδης — θέα — εικοσαετία — κρυψίνοια — συμπίπτω — δευτερόγονος — αμεσολάβητος — μπλοκάρισμα — αγουρογεράνω — υπνοβάτισσα — σκίμπους — σκεπάζω — αποδεκατισμός — ετερόχειρ — λιγνιτωρύχος — συβαρισμός — εκπύημα — επιζήτηση — θέμις — συρρικνώ |
|||