|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σαγγηνεύω? — — επείγοντα — γλιστερός — φρασεολογικός — φιλέλληνας — τετραμελής — θανάσιμος — σπονδυλωτός — ξενοίκιαστος — υπερτονικός — αρωματικός — ταχύς — βλητικός — όσμιο — Αποσπερίτης — ξαπλωμένος — φαρμακολογικός — περισφίγγω — ακυρωσία — εύσχημα — ιππέας — τσόγλανος |
|||