|
остывать (после испарины) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остывать? — ξιδρώνω как с (ново)греческого переводится слово ξιδρώνω? — остывать — ποδοκλωτσώ — ιδεόγραμμα — επιφέρων — ακάρπιστος — ζωοφαγία — ψήφισμα — ήδη — επεξεργάζομαι — δοκιμαστικό — φαταούλας — φτιάσιμο — σκυλοπνίχτης — φυτοφαγικός — εξατμιστός — ανυφάντρα — σχηματοποίηση — καφουρόλαδο — αγωγιμόμετρο — τιμοκρατικός — ξανακεντώ — χρηματόδεμα |
|||