|
το парламент #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парламент? — παρλαμέντο как с (ново)греческого переводится слово παρλαμέντο? — парламент — διάρθρωση — ανεπικοινώνητος — αντεπαναστάτρια — λαήνα — δίπηχος — γονός — αυτοτιτλοφορούμενος — χρυσοκόλληση — αγριεμάρα — ανδρωνύμιο — βοΐζω — Μαλαϊοι — πικρόγελος — σκουληκιασμένος — ασυγκράτητα — μακρολογία — ερυθρόφυλλος — ακατόρθωτος — φούγκα — φωσγένιο — ανασπογγίζω |
|||