|
το 1) прям., перен. исповедь; 2) признание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исповедь? — ξομολόγημα как на (ново)греческом будет слово признание? — ξομολόγημα как с (ново)греческого переводится слово ξομολόγημα? — исповедь, признание — ψαροπούλο — επιπλάς — διαλεγμένος — ανωκάτω — βδομαδιάτικο — σανατόριο — ριζοσπαστικοποιώ — αδωρος — αγριωπός — εγερσιμότητα — κακοστομία — γόησσα — χορήγημα — μεταστάθμευση — μαγνητοηλεκτρισμός — γυρεψιά — υποθερμία — κάθιδρος — υπερτιμώμαι — ρεβιθάδα — αυτογονία |
|||