|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενόψει? — — θρηνωδία — κιβωτιοποιός — βαθύγνωμος — κουτρουβάλιασμα — παπαγαλίστικα — αντανακλαστικός — κορνιζοποιείο — ανατέλλω — ταυτόσημος — κατασυκοφαντώ — φυγόπονος — αποβορβόρωση — γυναικίσια — πολυκαιρίτικος — επιεικής — κυριούλης — γιδοκοπή — ευνούχος — απίδι — αδειασμένος — σαγματοπωλείο |
|||