|
το талисман, амулет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово талисман? — φυλαχτάρι как на (ново)греческом будет слово амулет? — φυλαχτάρι как с (ново)греческого переводится слово φυλαχτάρι? — талисман, амулет — αναπληρωματικός — αβολίδωτος — λιθοβολία — καρδιοχτυπάω — χλωροπικρίνη — ξυλένιος — ανδηρον — αιτιότητα — τευτονικός — ποιητάκος — φιλικότητα — διάλεξη — μέσος — τσαγιέρα — ανελεήμων — αξιόπρεπος — χαροκοπάω — γκαλάντης — γηροκομείο — κουλό — επώαση |
|||