|
ο молочай; === νά βγάλεις τόν ~α! — [phrase]заткни глотку!, замолчи![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молочай? — αγλέουρας как с (ново)греческого переводится слово αγλέουρας? — молочай — Καρολίνα — δωροδόκος — τριολέτο — θύμωμα — ζυμομύκητας — αηδονίσιος — προτρέχω — δόλιος — εξερράγην — μενετός — ακουστικά — έκτρωση — αυτοανακηρύσσομαι — βασανισμένος — υπόστυφος — πολυζώητος — παρεμβατικός — διαλογιστικός — κούκλα — αργατινό — πλανητάριο |
|||