|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παράδεισο? — — εντομοβριθής — ασχιδής — πρωτοδουλεύω — Πολωνέζα — καθεδρικός — καταπάτημα — απορφανεύω — αποκτάω — αποτυχεμένος — ανάκατα — αδιχοτόμητος — οφθαλμόλουτρο — προγραμματίζω — γυναικοκουβέντα — μυογράφος — κλωστοϋφαντουργία — πράττω — παπουτσωμένος — νερουλότητα — κηλιδώνω — επιφυλλίδα |
|||