|
το бран. турецкое племя, семя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово турецкое племя? — τουρκόπιασμα как на (ново)греческом будет слово семя? — τουρκόπιασμα как с (ново)греческого переводится слово τουρκόπιασμα? — турецкое племя, семя — σωλήνας — λούκι — μονοπώλιο — σύνοδος — μεθοκοπώ — παραδειγματικώς — χουλιαριά — οδοντιατρείο — λάμνω — αργούτσικος — άραγμα — αλάνικος — άδροσος — μονάρχιδος — εκτρέφομαι — κανατάς — υπνοβότανο — ηράνθεμο — αποσταθεροποιητικός — σκεύος — καδρόνι |
|||