|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μπουκέτο? — — ατρακτοειδής — ζυθεστιατόριο — Συριανός — σημασιολογία — εθνογράφος — ανάνηψη — εντερικά — ερανικός — βαλίζα — πατρώνυμο — σκωληκοειδίτιδα — δυσπιστώ — αναφορέας — γρατσούνισμα — αναλιγώνομαι — κουτσομπολειό — συγκινητικότητα — προλεταριοποίηση — εκπεπτωκώς — διάφορος — εμπνευστής |
|||