|
бомбардировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бомбардировать? — μπομπαρδίζω как с (ново)греческого переводится слово μπομπαρδίζω? — бомбардировать — κνισμός — φωτοβολία — κοχλίας — μικτός — ταγματάρχης — πληρωνόμενος — τοπωνυμικός — δυσειδής — σφαλάω — επιπόλαση — ζυμομύκης — παλληκαρισμός — αντικαπιταλισμός — λυγνός — κρυφοκοίταγμα — πασσαλοπήκτης — αχυροστέγη — αντιχτυπιούμaι — χιούμορ — αυστραλιανός — ξάδερφος |
|||