Новогреческий словарь
καταξεραίνω
καταξεραίνω
(αόρ. καταξέρανα, παθ. αόρ. καταξεράθηκα) 1.
высушивать
;
2.
совершенно высыхать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
высушивать
? —
καταξεραίνω
как на
(ново)греческом
будет слово
совершенно высыхать
? —
καταξεραίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταξεραίνω
? — высушивать, совершенно высыхать
#
(ново)греческий словарь
—
ξόανο
—
σκεπασμένος
—
κερασένιος
—
υπερθέρμανση
—
κατουρημένα
—
χαϊδολογώ
—
στέψη
—
αδικος
—
αψίνθιον
—
λιμεναρχώ
—
πεντάχρονο
—
ανοικειότητα
—
ξεχνώ
—
μεταδόσιμος
—
γκριμπός
—
ρομάντζο
—
ασυδοσία
—
ελάτης
—
ξεχειμάζω
—
αναμάρτητος
—
ψιθυριστά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве