Новогреческий словарь
διέγνων
διέγνων
αόρ. от διαγιγνώσκω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διέγνων
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κοσμηματοπώλης
—
ακταίωρος
—
κεσές
—
αναρρίπτω
—
στυλιστική
—
ρακιτζής
—
στύομαι
—
μισολησμονημένος
—
μόσε!
—
παλαιστής
—
κεσάτι
—
μεταπλαστός
—
ανημέρευτος
—
σχίσμα
—
ανερχόμενος
—
σουσαμωτός
—
σουτάρω
—
κερώνω
—
ενυπάρχω
—
ασουρτος
—
επισταθμεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве