Новогреческий словарь
βοηθημένος
βοηθημένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βοηθημένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανιαρά
—
αντανακλαστικό
—
μύωπας
—
αλευραποθήκη
—
ερρυθμος
—
μουτζώνομαι
—
μαιευτήριο
—
κουκί
—
έφαγα
—
τετράπλευρο
—
υποπλέω
—
ευδιάγνωστος
—
βληματαποθήκη
—
γλύτωμα
—
αναδημιουργικός
—
πολτοποίηση
—
αβουτύριαστος
—
διέκχυτρο
—
ζωογενής
—
σαπφείρινος
—
επιδαψίλευση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве