Новогреческий словарь
λινοστολή
λινοστολή
η 1)
полотняное бельё
;
2) воен.
нижнее бельё
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
полотняное бельё
? —
λινοστολή
как на
(ново)греческом
будет слово
нижнее бельё
? —
λινοστολή
как с
(ново)греческого
переводится слово
λινοστολή
? — полотняное бельё, нижнее бельё
#
(ново)греческий словарь
—
κακοθανασία
—
σημαδευτός
—
μεγαλοποιώ
—
αυτοδιαφήμιση
—
καλαφάτισμα
—
ετεροκατάληκτος
—
αποχή
—
αχυροκάλυβο
—
αβαθμολόγητος
—
λημεριάζω
—
απαντέχω
—
συγχωρητικόν
—
καλλιπάρειος
—
άρατα-πέρατα
—
μουνάκιας
—
παραληρητικός
—
μισονεϊσμός
—
ανακλητήριον
—
γαμημένος
—
καταλαλητό
—
εντοιχισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве