|
το дольмен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дольмен? — ντολμέν как с (ново)греческого переводится слово ντολμέν? — дольмен — συντέλεση — καρικώνω — βουργιάλι — ηχόχρωμα — ξηροπήγαδο — ακτινικός — εκθεμελιώνω — επαναστατώ — αυγοτέμπερα — καθαίρω — στρατούλα — σφυγμομανόμετρο — σκότισμα — εισαγγελεύω — βογγίζω — υδρογέφυρα — προωθούμαι — πολύγνωμος — λωποδύταρος — ανέγνων — μητρότητα |
|||