|
ο вёрстка, верстание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вёрстка? — σελλοποιός как на (ново)греческом будет слово верстание? — σελλοποιός как с (ново)греческого переводится слово σελλοποιός? — вёрстка, верстание — συνδρομή — εμπτυσμός — αγγαρεία — πρωτοποριακότητα — μόριο — χαρτονόμισμα — σκανδαλοθηρω — πηνίο — αναγράφω — συγκρατώ — φωνόγραφος — αραχνούφής — απτικός — πληρεξουσιοδοτώ — ωκυτόκιο — καλεσμένος — σολιάζω — απερίφρακτος — κάκτος — νήσος — αιγυπτιολόγος |
|||