|
το бот. гелиотроп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гелиотроп? — λιοστρόφι как с (ново)греческого переводится слово λιοστρόφι? — гелиотроп — ψυχρά — προκόβω — άπταιστος — ζωντάνεμα — σαρκοφαγικός — εγγραφή — γεννητάτο — αζέσταγος — κοιλοπονάω — μαμά — παρακάνω — αρράγιστος — ποτίζω — σχισμένος — θυμώ — ταπεινοφρονώ — κουίντέττο — κυπαρισσένιος — φαφουτιαίνω — ρυτός — πτέρωμα |
|||