|
το 1) бриллиантовое украшение; 2) мн.ч. драгоценности #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бриллиантовое украшение? — διαμαντικό как на (ново)греческом будет слово драгоценности? — διαμαντικό как с (ново)греческого переводится слово διαμαντικό? — бриллиантовое украшение, драгоценности — γύμναση — επιστάθμευση — ανεμόστροφον — ελάφρωμα — μαρμαρουργική — Πρωτομαρτιά — αγορητής — νευρών — πραιτωριανοί — ενδιαφερόμενος — φυσικός — πιτζιέμ — τύραγνος — νοσηρός — καδρόνι — ηγούμενος — τσιμεντάρισμα — μοναδιαίος — αστροφόρος — αμφίκοπος — κατεδαφισμένος |
|||