|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αιδοιολείκτης? — — εκτομέας — ανυπομονησία — ξυλοπυρίτιδα — επενδύτρια — αδυνατούτσικος — σφαλερός — αρχιχρονιά — όπως — φυτόζωον — πλημμυρισμένος — ανάβγαλμα — ίλη — γουρουνοτόμαρο — αφωρισμένος — ισάξια — κλινήρης — διακριτικός — μιλιοδείκτης — σπινθηρογραφία — ορφανίζω — γαιανθρακοφόρος |
|||