|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αυταρχικά? — — χειρόβολο — μάραθρο — πατριαρχείο — αιωρούμαι — ιχθυοπώλις — πλαστάρι — μαντζούνι — πισινά — λιγδώνω — τετραγωνισμός — κατοχυρωμένος — καταλογογράφηση — ληστοσυμμορίτης — ιουράσιος — απολεστικός — σπυράκι — μαργιόλος — λογοτεχνία — έντρομος — μαυρομάλλης — άβαξ |
|||