|
ο косарь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово косарь? — χορτοκόπος как с (ново)греческого переводится слово χορτοκόπος? — косарь — ξωτάρης — αντιλογώ — ολόσωμος — πτωχοπροδρομισμός — ασκίαυλος — ερυμα — μυδραλλιοβόλον — πατατοκεφτές — αδιάστικτος — σφιχτο- — ονειρεύομαι — γυναικότης — ποδένω — υποδιδάσκαλος — ακατανόητο — οσφυϊκός — σύγκρατος — βέργα — αποκεντρώσιμος — πάρεδρος — περίδεση |
|||