|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ταριχευτικός? — — λιγνίτης — βορειοδυτικός — κουμπούρα — συγκυριότητα — άτυπος — αδιβόλιστος — πυροβολητής — λαζούρι — ταιριαχτά — διπλογράφος — τούρκα — ιμάντας — ακτίδα — λεπτούτσικος — νανοϋλικά — ανευθυνία — κρεσόν — πολυμόρφως — ανάσκελα — ξόρκισμα — ωφελώ |
|||