|
не имеющий ружья, невооруженный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не имеющий ружья? — ατούφεκος как на (ново)греческом будет слово невооруженный? — ατούφεκος как с (ново)греческого переводится слово ατούφεκος? — не имеющий ружья, невооруженный — ορνιθώνας — άμμιον — αιμοσκοπία — κλήρος — μεγάτιμος — κατουρλιό — φυσώ — διατροφικός — αδαμαντοδεσία — μετάξινος — δόσιμο — αποθαρρεύομαι — προσκεφαλάδα — γυναίκαρος — συνοικία — εκλεκτικιστικός — σπονδύλωση — γερμανοθρεμμένος — ακούμπημα — απαθλίωση — νεωκόρος |
|||