Новогреческий словарь
τηλέγραφος
τηλέγραφ|ος
ο
телеграф
;
ασύρματος ~ — беспроволочный телеграф, радиотелеграф
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
телеграф
? —
τηλέγραφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τηλέγραφος
? — телеграф
#
(ново)греческий словарь
—
συσκέπτομαι
—
γιορταστής
—
ακατάστατα
—
ταχύ-
—
μονομέρεια
—
ψαροχώρι
—
ξεκάμνω
—
τιμαρεύω
—
ανερυθρίαστος
—
επιβαρυντικός
—
πηδηματιά
—
ψηλώνω
—
αρχοντοκόριτσο
—
συμπαθώ
—
εκπήδημα
—
ανυπόφορα
—
πηγάδι
—
αβλαβής
—
ξεχορταριαστής
—
πυροβολισμός
—
κωλοφαρδία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве