|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βουκίτσα? — — λιοτριβιάρης — καλπαστικός — γκριζομάτης — λατρευτός — Επτάνησα — γοφός — εξάφριση — δοκαρωσιά — αμμουδερός — αεριογόνος — μωρός — αλεσμένος — πορτοκάλι — ζεγγίνης — αλήστευτος — φιλικά — ασφυξιογόνος — πιατάκι — ακριβοζυγιάζω — γυμναστικός — χρυσοκεντήτρια |
|||