Новогреческий словарь
καρντάσης
καρντάσης
ο 1)
брат
;
2)
друг, товарищ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
брат
? —
καρντάσης
как на
(ново)греческом
будет слово
друг
? —
καρντάσης
как на
(ново)греческом
будет слово
товарищ
? —
καρντάσης
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρντάσης
? — брат, друг, товарищ
#
(ново)греческий словарь
—
αυγαταίνω
—
ασφαλτόπλινθος
—
πολύτομος
—
αδιαφορία
—
ξεραμένος
—
ευρωπαϊκός
—
φαρμακοποιός
—
ιχθυοπωροπώλης
—
σκιρρωνοζέφυρος
—
αντιλήπτωρ
—
κοκκορεύομαι
—
εκπλειστηριάζω
—
γέρων
—
μπιραριέρισσα
—
ρινολαλία
—
αναπλάττω
—
ρητινίτης
—
εθνικοσοσιαλιστικός
—
αλληλοδράνεια
—
γαλακτοποιός
—
γύρωθεν
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве