Новогреческий словарь
βλαστάρι
βλαστάρι
1) росток, побег;
βγάζω βλαστάρι(ον)α — пускать ростки;
τα βλαστάρι(ον)α — всходы;
2) потомок, отпрыск
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βλαστάρι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αυτόφοτος
—
αλληλοτραυματίζομαι
—
άφιλος
—
λούσσο
—
παλιόχαρτο
—
γινάτι
—
δαχτυλοβρεχτήρας
—
απομακρύνω
—
μεταλαμπάδευση
—
λαθροθηρία
—
κυκλωνικός
—
μασκαριλίκι
—
ημιγονυπετής
—
ημίφως
—
αναδαμαλίζω
—
ερπετώδης
—
τίγρη
—
αποτυγχάνω
—
σκορδαλός
—
δουπώ
—
λεύκασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве