βλαστάρι

формы словаβ
βλαστάρι
1) росток, побег;
βγάζω βλαστάρι(ον)α — пускать ростки;

τα βλαστάρι(ον)α — всходы;



2) потомок, отпрыск


#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово βλαστάρι? —


εργολαβικόςεμφραξημερισματούχοςσειστήςμέλλονεκπωμαστήραςπλοιάριοδαλτωνικόςαργυρώδηςραγκούασπρολέλεκαςλαβομάνοπεριμαζώνωεναργέστεραφωτοτσιγκογραφίακατάλευκοςκοραλλένιοςκαντιλοσβήστραεγκέντρισηπαινιέμαιακινητοποίηση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit