|
1) росток, побег; βγάζω βλαστάρι(ον)α — пускать ростки; τα βλαστάρι(ον)α — всходы; 2) потомок, отпрыск #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βλαστάρι? — — εργολαβικός — εμφραξη — μερισματούχος — σειστής — μέλλον — εκπωμαστήρας — πλοιάριο — δαλτωνικός — αργυρώδης — ραγκού — ασπρολέλεκας — λαβομάνο — περιμαζώνω — εναργέστερα — φωτοτσιγκογραφία — κατάλευκος — κοραλλένιος — καντιλοσβήστρα — εγκέντριση — παινιέμαι — ακινητοποίηση |
|||