Новогреческий словарь
εκατοστίζω
εκατοστίζω
доводить до ста
;
===
νά τά ~σεις! — [phrase]многих тебе лет жизни![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
доводить до ста
? —
εκατοστίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκατοστίζω
? — доводить до ста
#
(ново)греческий словарь
—
ηλιοστάλαγμα
—
υγροποιούμαι
—
εισπρακτορίνα
—
τρικαντό
—
μουστάκι
—
γρηγορωσύνη
—
ιογενής
—
κορδέλλα
—
αδροκαμωμένος
—
ταγματάρχης
—
μέτρια
—
πελαγίζω
—
Αλεξανδρούπολη
—
τεταρτιάτικος
—
ευυποληψία
—
ιχθυοκαλλιεργήτρια
—
ακαρτέρευτος
—
αιθεριοποιώ
—
διάκριση
—
πτελέϊνος
—
αξεπλέρωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве