Новогреческий словарь
λοκόφως
λοκόφως
(-ωτος) τό 1)
сумерки
;
2) перен.
закат
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сумерки
? —
λοκόφως
как на
(ново)греческом
будет слово
закат
? —
λοκόφως
как с
(ново)греческого
переводится слово
λοκόφως
? — сумерки, закат
#
(ново)греческий словарь
—
αλόξευτος
—
υδρωπικός
—
επιμολύβδωση
—
αλαφροκέφαλος
—
προπαππούς
—
ανεμομάζωχτος
—
αντσα
—
τυραννάω
—
βρωμερός
—
σαγματοποιός
—
σελουλόϊντ
—
πρωτουργός
—
καθιστικός
—
μινάρω
—
αντιδογματισμός
—
αμυντικότης
—
λαγκεύω
—
φαλιρισμένος
—
λαντουρώ
—
εγκοινωνισμός
—
βαλσαμόχορτο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,