|
η возможность; δέν έχω ~ νά σέ βοηθήσω — [phrase]у меня нет возможности тебе помочь[/phrase]; δέν είναι τής ~ής μου — [phrase]это не в моих силах[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово возможность? — μπόρεση как с (ново)греческого переводится слово μπόρεση? — возможность — ατσιγάριστος — κλεφτουριά — μοιράζω — δακρυοποιός — βαπορέτο — αμμοκονίαμα — γεφυρόστρωση — ανευλάβεια — γαϊδούρης — θλάση — καυσιμότης — επανωσάγονο — καρτέρημα — απομονωτήριο — προσχωματικός — υδροπρίων — απελευθερωτικός — γλυκοσαλιάζω — βασκανιστής — καραβινιέρος — δουλευτάρα |
|||