μπόρεση

формы словаβ
μπόρεση
η возможность;
          δέν έχω ~ νά σέ βοηθήσω — [phrase]у меня нет возможности тебе помочь[/phrase];
          δέν είναι τής ~ής μου — [phrase]это не в моих силах[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово возможность? — μπόρεση
как с (ново)греческого переводится слово μπόρεση? — возможность


ατσιγάριστοςκλεφτουριάμοιράζωδακρυοποιόςβαπορέτοαμμοκονίαμαγεφυρόστρωσηανευλάβειαγαϊδούρηςθλάσηκαυσιμότηςεπανωσάγονοκαρτέρημααπομονωτήριοπροσχωματικόςυδροπρίωναπελευθερωτικόςγλυκοσαλιάζωβασκανιστήςκαραβινιέροςδουλευτάρα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit