|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλογίσιος? — — φριχτός — Κυπραίος — δυσεπούλωτος — λιποτάκτης — αλμυρούτσικος — ταραμάς — πυρηνίνη — σόδημα — εθίζω — συμφοίτηση — λογοτέχνης — συμπαίκτης — διίσμός — μορφονιά — όπλο — αναληθές — αντικοινοβουλευτικά — πολεμώ — οινοβιομηχανία — μητριαρχικός — άβλαστος |
|||