Новогреческий словарь
εσβέσθην
εσβέσθην
παθ. αόρ. от σβεννύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εσβέσθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κωλόπανο
—
διάδυση
—
μενεξεδένιος
—
νυχτοπάλεμα
—
μέτοικος
—
προχθές
—
χαλκείο
—
αναγκιρός
—
μικροτεχνική
—
Λονδίνο
—
γλωσσιά
—
αναδιάρθρωση
—
θεριό
—
εκατόλιτρο
—
αποκαλυπτήρια
—
γαλένα
—
λιβανωτόν
—
κοφινάς
—
αφανής
—
αγάς
—
κοράλινος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве