|
ο акушер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово акушер? — μάμμος как с (ново)греческого переводится слово μάμμος? — акушер — επταμηνιαίος — ψηλαφισμός — αρωματικότητα — παράβλαστος — χειροκίνητος — βαλιτσάκι — τετραψήφιος — τελικώς — μυλοδεξαμενή — προπλάττω — μίλτινο — εξαμματίζω — κορακιάζω — λεφτά — ψεγαδιάζω — μεταβιβάσιμος — γιουβετσάδα — έλιπον — χατιράκι — αναδέχομαι — αρλουμποειδής |
|||