|
подходящий, удобный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подходящий? — πρόσφορος как на (ново)греческом будет слово удобный? — πρόσφορος как с (ново)греческого переводится слово πρόσφορος? — подходящий, удобный — ιχθυάλευρα — σταδιοδρομώ — αραμπαδόξιλο — κακοζωϊσμένος — σαλπιχτής — σιλανσέρ — εύδρομο — αντίστοιχος — ικετεύω — ουίσκι — κρουστάλλιασμα — συσκευιάστρια — διαλάλημός — κατατόπιση — αυτοδιορισμός — πεπεισμένος — βραχιόνιος — εφοδιαστής — τούρτα — ρόχθος — ανασπάζομαι |
|||