|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπερυψωμένος? — — επιβλητικός — μετρημένα — εξηνέχθην — ανεβατός — οπλοποιός — χαμομήλι — σεσημασμένος — φέρελπις — ενενηκοντούτις — κατανομή — κάκια — θερμοχωρητικότης — κωλοσέρνομαι — χαλκεύς — συγκινησιακός — εκτραχηλισμός — ανθοστολισμένος — αντιστοιχώ — συστρατεύομαι — διατάραξη — αλευροπάζαρο |
|||