υπερυψωμένος

формы словаβ
υπερυψωμένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово υπερυψωμένος? —


επιβλητικόςμετρημέναεξηνέχθηνανεβατόςοπλοποιόςχαμομήλισεσημασμένοςφέρελπιςενενηκοντούτιςκατανομήκάκιαθερμοχωρητικότηςκωλοσέρνομαιχαλκεύςσυγκινησιακόςεκτραχηλισμόςανθοστολισμένοςαντιστοιχώσυστρατεύομαιδιατάραξηαλευροπάζαρο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit