|
ο горшечник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горшечник? — τσουκαλάς как с (ново)греческого переводится слово τσουκαλάς? — горшечник — τρικέφαλος — ελλιπές — μεφιτίζω — γεροξούρας — αμυγδαλοειδή — στομαχιάρικος — απτικός — πυλαίος — κλιματοθεραπεία — τοκισμός — ζωώδης — πεντακοσάρα — φτηνιάρικος — αθέρμαντος — σακχαρωτόν — κλασσικότητα — τουλούμιασμα — αξελάκκιωτος — σίχαμα — αντίκρια — οδηγισμός |
|||