Новогреческий словарь
κατοικίσιμος
κατοικίσιμ|ος
обитаемый; пригодный для жилья
;
~ο σπίτι — жилой дом; дом, пригодный для жилья
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обитаемый
? —
κατοικίσιμος
как на
(ново)греческом
будет слово
пригодный для жилья
? —
κατοικίσιμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατοικίσιμος
? — обитаемый, пригодный для жилья
#
(ново)греческий словарь
—
ξαλλάσσω
—
προσπέραση
—
σκορπιέμαι
—
διάρμισμα
—
αχλαδιά
—
τοιχοκόλληση
—
αποτεφρώνομαι
—
χρονιότητα
—
νεκροτομείο
—
ξεβράκωμα
—
εθνοτικός
—
αλληλοφαγωμός
—
μαγνητοηλεκτρικός
—
αδελφομειξία
—
αναγοριά
—
μπόδιο
—
ασφυκτιώ
—
ανεμοκυκλίζομαι
—
δυσφορώ
—
προσεπιμέτρηση
—
αφλόγιστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,