|
имёющий пристрастие ко всему немецкому #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имёющий пристрастие ко всему немецкому? — γερμανομανής как с (ново)греческого переводится слово γερμανομανής? — имёющий пристрастие ко всему немецкому — παραδοτέος — μιλένιουμ — ιδιώνυμο — ενεργητικός — κουκλί — δαιμονολάτρισσα — αποδίωξη — ιχθυοκαλλιεργήτρια — αναπτερώνω — οδυνηρά — θηριωδία — απόκρια — διαυγής — καταχαλνώ — λαντώ — αλεξιβρόχιο — προσδιοριστικός — αντικαθρέφτισμα — νευρεξαγωγή — τρύγηση — οπώδης |
|||