Новогреческий словарь
αναπτυγμένος
αναπτυγμέν|ος
1) разн. знач.
развитой
;
2) воен.
развёрнутый
;
~η παράταξη — развёрнутый строй
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
развитой
? —
αναπτυγμένος
как на
(ново)греческом
будет слово
развёрнутый
? —
αναπτυγμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναπτυγμένος
? — развитой, развёрнутый
#
(ново)греческий словарь
—
ενδοκρινολογία
—
τελετουργικό
—
αλεξιθόρυβος
—
αλογοφόρτι
—
τρέπομαι
—
αιωρίζομαι
—
μαντήλι
—
κατσαρώνω
—
πολυουρία
—
ζαβλακομάρα
—
κάρωση
—
ντόγα
—
πορεύω
—
ανεξάλειπτα
—
αλλότυπος
—
ερετικόν
—
μεγαλοποίηση
—
κακοψημένος
—
ζεύξιμο
—
βιβλιολατρεία
—
κωδικογράφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве