|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ασφαλισμένος? — — βλεφαρίτιδα — ρέμα — μαμμή — πηγούνι — κομιστηκά — ενδεκάκις — διαπορώ — όνυξ — μετανάστης — σπεράντζα — ύβωμα — δορκάς — διημερίδα — καρβονάρος — μπρούμυτος — ροδίτης — φάσκω — απιοειδής — εστεροποίηση — ανήθικα — οινοπώλισσα |
|||