|
η ваниль (растение и плод) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ваниль? — βανίλλη как с (ново)греческого переводится слово βανίλλη? — ваниль — έδρανο — τριγμός — μωρόσοφος — δουλευταράς — τόμος — ρεματιά — γραβάδι — αρατίζομαι — ομπρελλάδικο — μήλειος — αφετηρία — μακρόθυμος — γεωπονική — ενδοσκόπιο — κλεψιμαίος — συνδυασμός — μυλεργάτης — αυτοπειθαρχούμαι — φωτοφόρον — συνθηματικός — συναλοιφή |
|||