|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ασπαλιεύς? — — αραίωση — ξινομυζήθρα — ταχυδακτυλουργός — βρογχοπνευμονία — λουκουμάκι — μουσαφίρης — χειρισμός — παρανάλωμα — ζωνάρα — αλατωρύχος — αφεντιάζω — καρβουνέμπορος — ελικοδρόμιο — ψαράς — ταμπούρλο — φιλοτέχνημα — συναρίθμηση — κλοτσώ — ξαγορευτής — αλεστικά — παπαγαλιστί |
|||