|
подробно расспрашивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подробно расспрашивать? — ψιλορωτάω как с (ново)греческого переводится слово ψιλορωτάω? — подробно расспрашивать — εκπαρθενεύω — ομοιοκατάληκτος — ανεξόφλητος — απονύχτερος — εξώνητος — αγοήτευτος — αγιορείτης — ντρίτος — οδοιπόρος — κρούζω — αφροζύμη — λαθρεμπορία — αρτοβιομηχανία — αιγυπτιακά — πολυκύμαντος — άχροια — αμαξοτροχιά — αιμοστατικός — μπαρμπούνι — σιδερόφρακτος — τρέφω |
|||