|
мудрствующий, умствующий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мудрствующий? — κενόσοφος как на (ново)греческом будет слово умствующий? — κενόσοφος как с (ново)греческого переводится слово κενόσοφος? — мудрствующий, умствующий — συγχαίρω — ξάγναντα — σποριαρικος — ανοιξιάτικος — ευλογημένος — ελατήριο — προπαιδευτικός — ατμονομέας — σφουγγοκωλάριος — κουτσουλάω — υπομειδιώ — τσιπουράδικο — αγκύλος — καθαρογλώσσημα — ξεκουράζομαι — κλαρίτης — κατεργασμένος — κληρούχος — αντιθωρώ — βαποράρα — ανεπισχημοσύνη |
|||