|
ο физ. пьезоэлектричество #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пьезоэлектричество? — πιεζοηλεκτρισμός как с (ново)греческого переводится слово πιεζοηλεκτρισμός? — пьезоэлектричество — φαλάκρωση — απαλλάσσω — αργοτάξιδος — πιεστικός — εντόπιση — κατάχτηση — φιστικοβούτυρο — εμβρυολόγος — δορυφορώ — μπαμπέσικα — αγελάς — αναπτήρας — άφτω — αριβάρω — πραγματοποιημένος — βολτάρω — υδρογόνωση — χειροτονώ — φαντασμός — αναλυγκιάζω — κακοπέφτω |
|||