|
спасаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спасаться? — αποσώζομαι как с (ново)греческого переводится слово αποσώζομαι? — спасаться — κατάκριτος — χεννά — παραπλήρωμα — ψηστικά — ξεμεθώ — ζηλιαρόγατος — συνταξιοδότηση — τρίτος — παρακάνω — πραγματογνώμων — επανεκδίδω — αντιφεμινισμός — αμυλώδης — αυτοκριτική — υπεργλυκαιμία — επάνωθεν — τρισπήλαιος — κατακεραυνώνω — υποδιαιρούμαι — αθλητισμός — μονιά |
|||