Новогреческий словарь
λοκάουτ
λοκάουτ
λόκ-αουτ τό
локаут
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
локаут
? —
λοκάουτ
как с
(ново)греческого
переводится слово
λοκάουτ
? — локаут
#
(ново)греческий словарь
—
μαυροπράσινος
—
αξιοσημείωτος
—
επιρρηματικά
—
στηθοσκόπιο
—
αρχιμαλάκας
—
ξεμούδιασμα
—
δασκάλα
—
σπειρώ
—
μουσουλμανικός
—
προνόμιο
—
μπουμπουνίζει
—
αροτριώ
—
ακεντρος
—
αρθριτισμός
—
ακατασχέτως
—
θαυμάστρια
—
δηλητηριαστής
—
ψυχισμός
—
ελάφειος
—
μικρομούρης
—
ναυτοπρόσκοπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве